- ἀναφθείρομαι
- ἀναφθείρομαι, [voice] Pass., κατὰ τί δεῦρ' ἀνεφθάρης;A by what ill luck came you hither? Ar.Av.916, cf. Cratin.13 D.; cf. φθείρω.II to be frustrated, PTeb.24.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναφθείρομαι — ἀναφθείρομαι (Α) 1. γίνομαι άθλιος, εξαθλιώνομαι «κατά τι δεῡρ’ ἀνεφθάρης;» (Αριστοφάνης) ποια αθλιότητα σε έφερε εδώ; 2. ματαιώνω, ψευτίζω … Dictionary of Greek
ἀναφθαρήσεται — ἀναφθείρομαι by what ill luck came fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφθάρη — ἀναφθείρομαι by what ill luck came aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφθάρης — ἀναφθείρομαι by what ill luck came aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)